φλυκταινώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) φλυκταινώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φλυκταινώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυκταινώδη — φλυκταινώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλυκταινώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλυκταινώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυκταινῶδες — φλυκταινώδης masc/fem voc sg φλυκταινώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυκταινώδεις — φλυκταινώδης masc/fem acc pl φλυκταινώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυκταινώδους — φλυκταινώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… … Dictionary of Greek
ραβδοϊός — ο, Ν (μικρβλ.) κατηγορία ιών στους οποίους οφείλεται η λύσσα και η φλυκταινώδης στοματίτιδα τών βοοειδών και άλλων κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. rhabdovirus (< ράβδος + λατ. virus «ιός, φάρμακο, δηλητήριο»)] … Dictionary of Greek